- έντριχος
- ἔντριχος, -ον (AM)ο γεμάτος τρίχες, δασύτριχος, μαλλιαρόςμσν.αυτός που έχει πάνω τις τρίχες του («ἔντριχον δέρμα», Τζέτζ.)αρχ.1. (κατά τον Ησύχ.) «ἔντριχον, ἀσθενές»2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔντριχονπερούκα, φενάκη, προσθετή κόμη.
Dictionary of Greek. 2013.